Οι βοσκότοποι και τα βοσκούμενα δάση (στα οποία η βοσκή ενεργείται χωρίς έλεγχο ή με ρυθμιστικές διατάξεις) δεν αποτελούν συγκροτημένες ή ενιαίες εκτάσεις στον ορεινό χώρο, αλλά είναι διάσπαρτες ή αναμειγμένες με παραγωγικά δάση και γεωργικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα να διασπάται η συνοχή των βοσκοτόπων και να καθίσταται προβληματικός ο διαχωρισμός τους.
Οι βοσκότοποι καταλαμβάνουν κυρίως εδάφη με μικρό βάθος και απότομες κλίσεις και επομένως το δυναμικό των εδαφών τους είναι περιορισμένο. Η συνεχής υπερβόσκηση που ασκήθηκε επί σειρά πολλών χρόνων, είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση τόσο της βλάστησης όσο και του εδάφους. Η παραγωγή βοσκήσιμης ύλης στα λιβάδια υπολογίζεται σε 5,5 εκατ. τόνους και η βοσκοϊκανότητα σε 51 εκατ. περίπου μηνιαίες ζωικές (μικρές) μονάδες.
Στα βοσκόμενα δάση οι αντίστοιχες ποσότητες είναι 490 χιλ τόνοι για την παραγωγή και 4 εκατ. μηνιαίες ζωικές μονάδες για την βοσκοϊκανότητα.